- μύλοικος
- μύλοικος, ὁ, a kind of beetle or cockroach, Plin.HN29.141.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μύλοικος — μύλοικος, ὁ (Α) είδος σκαθαριού ή κατσαρίδας που ζει σε μύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσί οικος] … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek